- ἀνιαροῦ
- ἀνιᾱροῦ , ἀνιαρόςgrievousmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανιαρότητα — η (κ. ότης, ότητος) η ιδιότητα του ανιαρού, η ανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανιαρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek